- εὐθυσκόλιος
- εὐθυ-σκόλιος, ον,A slightly curved, Orib.45.18.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυσκόλιος — εὐθυσκόλιος, ον (Α) ο ελαφρά κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + σκολιός] … Dictionary of Greek
εὐθυσκόλιοι — εὐθυσκόλιος slightly curved masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek